- κατώρροπος
- κατώρροπος, -ον (Α)κατάρροπος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. αντί-ρροπος, ομό-ρροπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατώρροπον — κατώρροπος masc/fem acc sg κατώρροπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek